Συνέντευξη της Ιζαμπέλλας Παλάσκα
στο περιοδικό CRASH (Μάιος 2014)
Στο πρώτο βιβλίο για τον πατέρα
σας γράφετε οτι ο τελευταίος αξιωματούχος της γερμανικής πρεσβείας, κατά την
αποχώρηση των Γερμανών, Φον Γκρέβενιτς,
του παρέδωσε, έπειτα από υπόσχεση που του είχε δώσει, κατάλογο με τις
γερμανικές οφειλές ,δηλαδή κατοχικό δάνειο κλπ. Αμέσως πριν, γράφετε ότι ο
πατέρας σας εκείνες τις ημέρες εκτελούσε
αποστολές σε πρόσωπα και με εντολή του τότε πρωθυπουργού Ράλλη. Άρα λογικό δεν
είναι να ζήτησε σε υπογεγραμμένο έγγραφο ο πατέρας σας τις οφειλές και για λογαριασμό
τίνος το έκανε;
«Αυτός ο
Γερμανός διπλωμάτης γνωριζόταν με τον πατέρα μου αφότου διαπιστεύθηκε στην
Αθήνα, από το 1938 αν δεν απατώμαι. Επρόκειτο για νηφάλιο άτομο. Δεν ξέρω καν
αν ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος, που πάντως κατά την υπηρεσία του στην
Αθήνα είχε επιδείξει μια σοβαρότητα κι αν θέλετε ένα είδος φιλελληνισμού. Σε
πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα στην κατοχική περίοδο, ο Γκρέβενιτς είχε φανεί
πρόθυμος και χρήσιμος στον πατέρα μου, αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως π.χ.
ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, για να βοηθηθούν Έλληνες που είχαν πέσει στα χέρια
των Γερμανών. Εκείνες τις τελευταίες μέρες πριν ξεχυθεί το φως της
Απελευθέρωσης, τα πράγματα ήταν πολύ ρευστά, αλλά ο Γκρέβενιτς, ως ένας τυπικός
και μεθοδικός Γερμανός που ήταν, θεώρησε χρέος του να συντάξει αυτό το επίμαχο
γράμμα, αν και δεν έχω υπόψη μου μήπως είχε και ανάλογη εντολή από το Βερολίνο,
κάτι που μου φαίνεται το πιθανότερο για όσους ξέρουν πώς λειτουργούν οι
διπλωματικές υπηρεσίες.
Βεβαίως,
τα όσα αναφέρονταν σε αυτό το έγγραφο ήταν η γερμανική άποψη ως προς το ποιο
ήταν ακριβώς το ποσόν που η κατακτήτρια Γερμανία χρωστούσε στη μέχρι τότε
κατεχόμενη Ελλάδα. Ο Γκρέβενιτς το επέδειξε στον πατέρα μου, θέλοντας να τον
βεβαιώσει ότι πράγματι το συνέταξε και ότι επρόκειτο να το παραδώσει όπου
έπρεπε, δηλαδή στον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη, σαν ένα είδος απόδειξης
οφειλής. Φυσικά για ένα τέτοιο επίσημο έγγραφο, δεν πήρε αντίγραφο ο πατέρας
μου, απλώς το διάβασε προς γνώση του, ίσως διότι είχε προηγηθεί εκείνες τις
τελευταίες μέρες μια αντίστοιχη κουβέντα μεταξύ τους».
Τι απέγινε αυτό το έγγραφο και με
δεδομένο ότι ο πατέρας σας πέθανε το 1999… Συζητήσατε ποτέ μαζί του το καυτό
σήμερα ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων;
«Το
έγγραφο παραδόθηκε στον Ράλλη και εκείνος, αν και την επόμενη μέρα που
απελευθερωθήκαμε συνελήφθη από τον Έβερτ, το άφησε στο επίσημο κρατικό αρχείο.
Όπως στα τελευταία χρόνια πληροφορήθηκα, αν είναι αληθινό αυτό, το επίσημο αυτό
έγγραφο κάποια στιγμή, λίγο μετά τη Μεταπολίτευση, πετάχτηκε στα σκουπίδια του υπουργείου
Δικαιοσύνης, που τότε ήταν στην οδό Ζήνωνος.
Κάποιος
που το βρήκε ανάμεσα σε άλλα πεταγμένα έγγραφα, το διαφύλαξε και το παράδωσε σε
κάποιο επώνυμο πρόσωπο, αλλά δεν έχω γνώση τι απέγινε. Αυτό το έγγραφο ήταν η
αδιαμφισβήτητη ομολογία της χιτλερικής Γερμανίας ότι όφειλε να επιστρέψει το
κατοχικό δάνειο.
Πώς και
γιατί αυτό το «δάνειο» δεν επιστράφηκε ποτέ είναι μια άλλη ιστορία...
Αυτό δεν
σημαίνει ότι η ύπαρξη ή η απώλεια του εγγράφου ανατρέπει το γερμανικό χρέος.
Η
αλήθεια είναι πως ο πατέρας μου κατά καιρούς το συζητούσε αυτό το θέμα, αλλά
δεν νομίζω πως είχε καμιά άλλη ανάμιξη για το κατοχικό δάνειο της Γερμανίας.
Αντίθετα, για μια άλλη αντίστοιχη οφειλή της Ιταλίας, διηγούνταν πώς πολύ
αργότερα, τη δεκαετία του 1960, όταν ακόμη ζούσε ο πατέρας μου στη Ρώμη,
παρότρυνε τον προσωπικό του φίλο, τον Ιταλό πολιτικό Πιέτρο Νέννι, να
τερματιστεί αυτή η εκκρεμότητα».
Στο δεύτερο βιβλίο σας γράφετε
εκτενώς για τις δίκες του πατέρα σας και την ομόφωνη αθώωσή του από την
κατηγορία του δωσιλογισμού. Ενώ ήταν υπόδικος και προφυλακισμένος γράφετε ότι
βρέθηκε στο ίδιο κελί με τον πατέρα του Χριστοφοράκου και άλλους επώνυμους του
τόπου τότε.. Μιλήστε μας γι’ αυτά εκτενέστερα.
«Και τις
δύο φορές, που δικάστηκε ο πατέρας μου στα δικαστήρια δωσιλόγων αθωώθηκε πανηγυρικά.
Το ίδιο έγινε και για την κατηγορία του οικονομικού δωσιλογισμού, που κλήθηκε
να αντιμετωπίσει, για τον απλούστατο λόγο ότι το τέλος της κατοχής τον βρήκε με
μικρότερη περιουσία από ό,τι είχε πριν μπουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, αφού
άλλωστε δεν είχε την παραμικρή επιχειρηματική δραστηριότητα όσο κράτησε το
σκοτάδι της Κατοχής. Ό,τι αντίθετο κατά καιρούς έχει λεχθεί είναι κακοήθεια και
συκοφαντία. Πάντως, παρά την αθωότητά του, που ήταν γνωστή σε αριστερούς και
δεξιούς της εποχής εκείνης, προφυλακίστηκε για ένα μεγάλο διάστημα μέχρι να
γίνει η δίκη του στις φυλακές που υπήρχαν τότε στην Καλλιθέα. Ακριβώς όμως
επειδή βρέθηκαν στις φυλακές και πολλά γνωστά μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας από
τον επιχειρηματικό κόσμο, που άλλοι καταδικάστηκαν και άλλοι όχι, διότι θα
πρέπει να γνωρίζετε ότι αρκούσε μια απλή μήνυση για να σχηματίζεται μια
δικογραφία, δεν θα ήθελα να αναφέρω συγκεκριμένα ονόματα. Μαζί του ήταν επίσης
φυλακισμένοι πολλοί άλλοι, επώνυμοι και ανώνυμοι, ένοχοι ή αθώοι όπως ο πατέρας
μου, που φυσικά τους γνώρισε αν δεν τους ήξερε από τα προηγούμενα χρόνια.
Ανάμεσά τους ήταν πάντως και ο γιατρός Χριστοφοράκος, με τον οποίο δεν ξέρω αν
είχε προσωπική φιλία από το παρελθόν, ούτε αν τον ξανασυνάντησε ποτέ μετά την
αποφυλάκισή τους».
Συναντούσε
τα τελευταία 20 χρόνια πριν το θάνατό του ο πατέρα σας τον υιό Χριστοφοράκο;
«Είμαι
σχεδόν βέβαιη ότι δεν τον γνώρισε ποτέ. Ο πατέρας μου δεν είχε καμιά
επιχειρηματική δραστηριότητα αφότου επέστρεψε από την Ιταλία στα μέσα της
δεκαετίας του 1960, ούτε πλέον είχε καμιά επαγγελματική σχέση με το συγκρότημα
Ζίμενς.
Στο δεύτερο βιβλίο σας είναι
καυτές κατά τη γνώμη μας οι αποκαλύψεις για τις συναναστροφές που είχε ο
πατέρας σας με την πολιτική ηγεσία της χώρας και ότι τον υπερασπίστηκαν στις
δίκες του τεράστια ονόματα, όπως οι στρατηγοί Πάγκαλος, Γονατάς κλπ. Μιλήστε
μας για τις συναναστροφές του διαχρονικά.
«Ο
πατέρας μου δεν ήταν αυτό που λέμε απολιτίκ. Από τα χρόνια του μεσοπολέμου είχε
πολλές γνωριμίες με πολιτικά πρόσωπα, ο ίδιος δε ήταν βενιζελικών φρονημάτων,
μάλιστα δε ήταν προσωπικός φίλος του Κυριάκου Βενιζέλου. Με τους στρατηγούς
Πάγκαλο, Γονατά, Πλαστήρα, Ζέρβα, Ντερτιλή, Μαζαράκη και άλλους, που μερικοί
υπήρξαν φίλοι και του πατέρα του μάλιστα, όπως και με άλλους πολιτικούς, όπως ο
Θεμιστοκλής Σοφούλης ή ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, είχε αναπτύξει ιδιαίτερο δεσμό
κατά την κατοχική περίοδο. Ήταν διάχυτη τότε η αγωνία μήπως όταν θα έφευγαν οι
Γερμανοί βρεθεί η Ελλάδα υπό κομμουνιστικό καθεστώς, οπότε για την αντιμετώπιση
αυτού του κινδύνου υπήρξαν διάφορες σκέψεις και κατέληξαν, σχεδόν όλοι (πλην
Ζέρβα βεβαίως, που ήταν στα βουνά και διαφοροποιήθηκε), στη δημιουργία των
Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ο
πατέρας μου θα έλεγα ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτές τις διεργασίες και
μάλιστα, όπως πολλά χρόνια αργότερα μου διηγόταν η μητέρα μου, διότι εγώ δεν
είχα γεννηθεί τότε, στο σπίτι μας πολύ συχνά, δεν θα ήταν υπερβολή να πω σχεδόν
καθημερινά, γίνονταν τέτοιες συναντήσεις. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν αυτονόητο
για όσους εξ αυτών ήξεραν την αλήθεια και παράλληλα ήταν έντιμοι, να θελήσουν
να υποστηρίξουν τον πατέρα μου στις μεταπολεμικές δικαστικές περιπέτειές του
μέχρι να αθωωθεί παμψηφεί».
Ο πατέρας σας είχε συναναστροφές μετά την αθώωσή του
από τις δίκες και παρέμεινε αντιπρόσωπος της ΖΗΜΕΝΣ στην Ελλάδα μέχρι πότε;
«Πράγματι,
μετά την πλήρη αθώωσή του, το 1948, και αφού είχε ανασυγκροτηθεί και η εταιρία,
ξανάρχισε τη συνεργασία του μαζί της με αποκορύφωμα την εξασφάλιση των
πολυσυζητημένων γερμανικών πιστώσεων επί Μαρκεζίνη και Παπάγου. Το 1955, όπως
αναφέρω στο δεύτερο βιβλίο μου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Λιβάνη
με τον τίτλο «Τα χρόνια της θύελλας», βρέθηκε στο επίκεντρο μιας νέας
δικαστικής περιπέτειας. Κάποιος μεσάζων εμφανίστηκε και του ζήτησε να δώσει
κάποια προμήθεια, αυτό που κοινώς λέγεται «μίζα», υπέρ ενός υφυπουργού που
εμπόδιζε την υπογραφή μιας σύμβασης με την εταιρία Τελεφούνκεν. Ο πατέρας μου
αρνήθηκε, καθώς μάλιστα οι συμφωνίες αυτές είχαν εγκριθεί από τον ίδιο τον
πρωθυπουργό, τον στρατάρχη Παπάγο, με αποτέλεσμα – αφού το γεγονός
δημοσιοποιήθηκε, χωρίς ο πατέρας μου να το επιδιώξει – να βρεθεί κατηγορούμενος
για συκοφαντική δυσφήμιση. Είναι οξύμωρο, αλλά ο πατέρας μου, που διεξήγαγε για
λογαριασμό του συγκροτήματος Ζίμενς – Τελεφούνκεν – AEG τεράστιες κρατικές
συμβάσεις σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, ουδέποτε βρέθηκε
αναμεμιγμένος σε δωροδοκίες πολιτικών. Οι δύο μοναδικές γνωστές περιπτώσεις
εμπλοκής του, μία επί Μεταξά με τον Ιωάννη Διάκο και μία επί Παπάγου, έχουν να
κάνουν διότι αρνήθηκε να δώσει μίζες. Αν το είχε κάνει, όλα θα ήταν αγγελικά
πλασμένα… Πάντως, για να απαντήσω στο ερώτημά σας, διέκοψε την επαγγελματική
του σχέση με το γερμανικό αυτό συγκρότημα όταν το 1956 αποφάσισε να
εγκαταλείψει την Ελλάδα. Ήταν πολύ πικραμένος από τη συμπεριφορά των πολιτικών
της εποχής εκείνης, θα έλεγα αηδιασμένος».
Το πρώτο βιβλίο για τον πατέρα
σας, που ήταν κορυφαίο στέλεχος της Siemens για χρόνια στην Ελλάδα και
άμεσος συγγενής, δηλαδή γαμπρός από κόρη, του ίδιου του Ζίμενς, είχε τίτλο «Άγγελος
η Δαίμονας». Είστε κόρη του. Γιατί αυτός ο τίτλος;
«Από τα
πρώτα χρόνια της ζωής μου ζούσα μια αρνητική και μια θετική κριτική για τον
πατέρα μου, όταν στο κοινωνικό περιβάλλον μάθαιναν ποιου κόρη είμαι. Όσο
περνούσαν τα χρόνια όμως και μεγάλωνα, μάθαινα περισσότερα για εκείνον και
άρχισα να συναντώ ανθρώπους που δήλωναν ότι τον ευγνωμονούσαν για όσα είχε
κάνει στα δύσκολα κατοχικά χρόνια για εκείνους ή τους δικούς τους, χωρίς βέβαια
να παύω να ακούω και επικρίσεις. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που θέλησα να ψάξω,
να μάθω περισσότερα και να πάρω την απόφαση να γράψω το πρώτο βιβλίο μου. Τότε
θυμήθηκα ότι ένας εισαγγελέας, πολύ προκατειλημμένος εναντίον του πατέρα μου
κατά την τελευταία δίκη του, τον είχε χαρακτηρίσει κατά την αγόρευσή του έτσι,
χρησιμοποιώντας μια ρήση του Γεωργίου Καραϊσκάκη, που είχε πει «όποτε θέλω
γίνομαι άγγελος και όποτε θέλω διάβολος». Αυτόν τον τίτλο λοιπόν τον
χρησιμοποίησα για να προκαλέσω τον αναγνώστη να βγάλει τη δική του ετυμηγορία,
αφού πρώτα θα το έχει διαβάσει».
Το δεύτερο βιβλίο σας σημαίνει ότι καταλήξατε τι ήταν ο πατέρας
σας; Και αν ναι, τι ήταν για σας ιδιαίτερα;
«Όπως
καταλαβαίνετε, δεν χρειαζόταν να φτάσω στο δεύτερο βιβλίο μου για να έχω γνώμη
τι ήταν ο Βουλπιώτης. Κι αυτό όχι βέβαια επειδή ήταν ο πατέρας μου. Η αλήθεια
είναι ότι επειδή οι γονείς μου χώρισαν όταν εγώ ήμουν πολύ μικρή και εξ αυτού
του λόγου τον είχα χάσει, καθώς δεν τον είχα καθημερινά δίπλα μου, δεν μπορούσα
να έχω ευθύς εξ αρχής μια ολοκληρωμένη εικόνα για την προσωπικότητά του. Μόνο
στα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισα να τον βλέπω διαφορετικά, να τον
καταλαβαίνω και κυρίως να τον ακούω να διηγείται κομμάτια της ζωής του όταν
είχε την ανάλογη διάθεση. Ταυτόχρονα θυμάμαι που ερχόταν κάθε τόσο στο σπίτι
μου, μια που πλέον είχα φτιάξει δική μου οικογένεια, κρατώντας κάποιους
φακέλους και να μου τους εμπιστεύεται. Ποτέ δεν μου ζήτησε να δημοσιοποιήσω τη
δική του εκδοχή για όσα κατά καιρούς τού είχαν φορτώσει, ούτε άλλωστε και ο
ίδιος είχε ενδιαφερθεί ποτέ να την πει. Πολλούς απ’ αυτούς τους φακέλους τούς
άνοιξα μετά τον θάνατό του, όπως και το περίφημο αρχείο του που ήρθε στα χέρια
μου αργότερα. Μπόρεσα έτσι να τον δω εντελώς διαφορετικά, να συναισθανθώ την
απογοήτευσή του από τους ιθύνοντες, διότι θα πρέπει να σας πω ότι ένας άνθρωπος
ψύχραιμος και με τόσες εμπειρίες, μερικές σπάνιες φορές δάκρυζε για την πορεία
της χώρας μας».
Ξεκάθαρα αναφέρεστε σε κορυφαία
πρόσωπα της χώρας και στις σχέσεις τους με το χρήμα,τη διαφθορά και τον ξένο
παράγοντα. Άλλα από αυτά τα πρόσωπα ήταν φίλοι τότε του πατέρα σας, άλλα όχι αν
κρίνουμε από τις αναφορές σας στο βιβλίο. Έτσι είναι;
«Ναι,
αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και πίστευε ότι υπήρχαν υγιή πρόσωπα που θα μπορούσαν
να την πάνε μπροστά. Εξίσου όμως είχε μια αρνητική γνώμη για άλλα σημαντικά πρόσωπα,
που τα θεωρούσε ιδιοτελή και διαβρωμένα. Είχε μια δική του θεώρηση για τις
αρετές που πρέπει να έχει ένας πολιτικός ηγέτης και οφείλω να πω, αν και είχε
προσωπική γνωριμία με πολλούς, για ελάχιστους είχε σεβασμό στην προσωπικότητά
τους. Δεν θα ήθελα να αναφέρω συγκεκριμένα ονόματα, θα σας πω ότι μόνο για έναν
είχε διαχρονικά σταθερή εκτίμηση για την ακεραιότητά του, παρά το γεγονός ότι
σε κρίσιμες στιγμές φάνηκε εξαιρετικά αγνώμων απέναντί του: Για τον στρατηγό
Νικόλαο Πλαστήρα».
Το βιβλίο αυτό εξάντλησε τις
μνήμες και το αρχείο σας η μήπως ακόμα είμαστε στην αρχή και θα μπορούσαμε να
θεωρήσουμε ότι ο πατέρας σας μέσω της γραφίδας σας θα μπορούσε να εξελιχθεί σε
εφιάλτη για πολιτικά πρόσωπα;
«Σε
καμιά περίπτωση δεν θα ήθελα να δημιουργήσω ζητήματα σε πολιτικούς, ανεξάρτητα
από παράταξη. Ούτε τέτοια φιλοδοξία είχα ποτέ, ούτε με ενδιαφέρει για
οποιονδήποτε λόγο. Και νομίζω ότι με το δεύτερο βιβλίο μου ολοκλήρωσα αυτά που
είχα να πω για τον πατέρα μου. Ίσως κάτι άλλο, μπορεί».
Στο πρώτο βιβλίο ήταν εντυπωσιακή
η αναφορά σας στη συζήτηση μεταξύ του πατέρα σας και του Μεταξά για το λάδωμα. Απο
την αναφορά προκύπτει ότι ο Μεταξάς τα ’παιρνε με τρόπο μεν αλλά τα ’παιρνε. Μιλήστε
μας για το πως εδραιώθηκε η Siemens στην Ελλάδα;
«Όχι,
δεν έχετε δίκιο. Προσπάθησα να είμαι ακριβοδίκαιη και σε ό,τι αφορά τον πατέρα
μου και βεβαίως σε ό,τι αφορά ένα τέτοιο πολιτικό πρόσωπο που είπε το ΟΧΙ. Ο
πατέρας μου, που είχε αδικηθεί κατάφωρα από τον Μεταξά, κατά βάθος τον
εκτιμούσε και για τον πατριωτισμό του και για την εντιμότητά του. Δεν υπάρχει
αμφιβολία γι’ αυτό, ούτε ποτέ άφησε το παραμικρό υπονοούμενο εις βάρος του,
τουλάχιστον σε μένα – και πιστέψτε με, πολλές φορές είχε αναφερθεί σ’ εκείνον.
Η
απόπειρα του Διάκου να διεκδικήσει μίζα για τις κρατικές προμήθειες τότε, που
την αναφέρω καταλεπτώς, όπως ακριβώς την είχα από πρώτο χέρι, φέρνει στο φως
την προσωπική εντιμότητα του Μεταξά, διότι είχε ξεκαθαρίσει, όπως επί λέξει του
είχε πει, ότι – αντί της «εθιμικής» προμήθειας που έπαιρναν τα πολιτικά πρόσωπα
– ήθελε να γίνεται μια επί πλέον έκπτωση υπέρ του Δημοσίου. Τώρα, το γιατί δεν
απομάκρυνε από κοντά του τον Διάκο, όταν πληροφορήθηκε τι είχε ζητήσει στη
Γερμανία, είναι ένα άλλο θέμα, που δεν μπόρεσε να το διερευνήσω για να καταλήξω
σ’ ένα συμπέρασμα. Τείνω στην εκδοχή ότι, γνωρίζοντάς τον καλά, τον είχε ανάγκη
για ευρύτερους λόγους».
Αναφέρεστε σε δίκτυο κατασκοπείας
στην Ελλάδα και σε κάποιον Ρόλφ Μέρκελ τον οποίο μάλιστα αποκαλύπτει στη μητέρα
σας ο Βρετανός αρχικατάσκοπος στην Ελλάδα Μπάλφουρ. Σαφώς αφήνετε να εννοηθεί ότι
ο Μέρκελ έπαιζε κάποιο παιχνίδι για τους νικητές του παγκοσμίου πολέμου από
τότε, οργάνωσε δίκτυο κατασκοπείας η αντικατασκοπίας κλπ. Αυτός ο Μέρκελ έχει
σχέση με την Άνγκελα και είναι πράγματι τόσο μικρός ο κόσμος ο οποίος ηγεμονεύει
στην Ελλάδα μετά το 1821;
«Χώρια
από την εμπλοκή αυτού του Ρολφ Μέρκελ, τόσο ενοχλητική για τον πατέρα μου και
στις δύο περιπτώσεις που υπήρξε, εννοώ το 1940 όταν απομακρύνθηκε από την
Ελλάδα, όσο και μεταπολεμικά που έκανε εις βάρος του κακοήθεις και φανταστικές
καταγγελίες στις συμμαχικές αρχές, οι οποίες αποδείχθηκαν αμέσως μυθοπλασίες,
δεν έχω άλλη πληροφόρηση. Έμαθα από κάποιον ερευνητή ότι ήταν συγγενής του
πρώτου συζύγου της σημερινής καγκελαρίου της Γερμανίας, αλλά ούτε βέβαιη είμαι
ούτε τι βαθμό συγγένειας είχε».
Διαβάζουμε στο βιβλίο σας ότι ο
Μποδοσάκης έκρυβε στο υπόγειο καταζητούμενο εγκληματία πολέμου τον Ντέτερ. Και
πιο κάτω για τις σχέσεις άλλων Ελλήνων επιχειρηματιών και πολιτικών με
Γερμανούς. Μιλήστε μας για τις πληροφορίες που έχετε γι’ αυτά τα θέματα.
«Ο
Μποδοσάκης είχε μια ιδιαίτερη σχέση με εκείνον τον Γερμανό, ίσως εξ αιτίας
κάποιου συγγενικού δεσμού. Παρά το γεγονός ότι εμφανιζόταν, όταν επέστρεψε στην
Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου, ως ζημιωμένος από τους Γερμανούς κατά την
κατοχή και ειδικά από τον Βάλτερ Ντέτερ, όντως διαπιστώθηκε ότι τον έκρυβε στο
σπίτι του ενώ ήταν καταζητούμενος και μάλιστα ως εγκληματίας πολέμου. Ξέρω ότι
υπάρχουν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις μεγαλοεπιχειρηματιών της εποχής, που
αφού κέρδισαν πολλά από τους κατακτητές, στη συνέχεια εμφανίστηκαν ότι έπρεπε
να αποζημιωθούν, πλην όμως επειδή αυτά τα θέματα δεν συνδέονται ευθέως με το
περιεχόμενο των βιβλίων μου, δεν αισθάνομαι αρμόδια να επεκταθώ».
Ο πατέρας σας είχε στενές επαφές και
με τον Βρετανό αρχικατάσκοπο Μπάλφουρ. Μιλήστε για τον Μπάλφουρ που παρίστανε
τον ιερέα, εξομολογούσε Έλληνες πρωθυπουργούς στον «Ευαγγελισμό» και
μπαινόβγαινε στο Άγιο Όρος.
«Γνωρίστηκαν
εντελώς τυχαία στη Θεσσαλονίκη το 1932 και διατήρησαν μια αραιή επαφή μέχρι που
ο Ντέιβιντ Μπάλφουρ μερικά χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και,
όπως πολύ σωστά λέτε, διορίστηκε εφημέριος στο εκκλησάκι του νοσοκομείου
«Ευαγγελισμός». Χωρίς αμφιβολία υπήρχε μια αμοιβαία αλληλοεκτίμηση σε προσωπικό
επίπεδο, παρά το γεγονός ότι γενικά ο πατέρας μου δεν είχε καλή γνώμη για τους
κατασκόπους. Τους θεωρούσε δόλιους και τυχάρπαστους, ενώ αντίθετα έχω την
εντύπωση ότι για τον Μπάλφουρ είχε μια καλύτερη γνώμη, ίσως επειδή ήταν
ευπρεπής και σταθερός στις αντιλήψεις του – όσο του επιτρεπόταν να τον γνωρίζει
καλά.
Γεγονός
είναι ότι βοήθησε τον πατέρα μου στη δικαστική απαλλαγή του, απλώς διότι δεν
έθεσε «βέτο» σε διάφορα στελέχη των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών που ήθελαν να
καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου τον εκτιμούσε και
για έναν άλλο λόγο: Διότι δεν είχε πάψει να είναι ορθόδοξος στο θρήσκευμα,
ακόμα και όταν πέταξε τα ράσα του, φεύγοντας από την Ελλάδα τον Απρίλιο του
1941».
Αφήσαμε
στο τέλος τη συγκλονιστικότερη αποκάλυψη του βιβλίου σας. Δηλαδή την εξαγορά από
τον πατέρα σας των χαρτών με τον τεράστιο ορυκτό πλούτο της χώρας μας από... μοναχούς
του Αγίου Όρους, οι οποίοι κατέφυγαν στη Βρετανία, ο διάδοχος της οποίας
μπαινόβγαινε ανεξήγητα στο Άγιο Όρος. Με βάση αυτούς τους χάρτες, σήμερα
μαθαίνουμε ότι είμαστε πολύ πλούσιοι σε ορυκτό πλούτο. Μιλήστε μας γι’ αυτό το
θέμα και τις οφ δη ρέκορντ συζητήσεις που είχατε όλα αυτά τα χρόνια με τον
πατέρα σας.
«Αυτοί
οι φάκελοι του Καρλ Κλόντιους είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι σ’ αυτούς
είχαν συγκεντρωθεί όλες οι πληροφορίες, οι στατιστικές, οι μελέτες και τα
πορίσματα ερευνών για το ελληνικό υπέδαφος. Και αυτές που κατά καιρούς είχαν
γίνει από Έλληνες επιστήμονες, ιδίως όμως από το αρμόδιο οικονομικό τμήμα του
γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, κυρίως στα κατοχικά χρόνια.
Να μην
ξεχνάμε ότι επρόκειτο για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο και η πρώτη μέριμνα ήταν η
πολεμική οικονομία, συνεπώς η περίφημη γερμανική μεθοδικότητα λειτουργούσε στον
τελειότερο βαθμό. Όπως περιγράφω στα «Χρόνια της θύελλας», με κάποια
περιπετειώδη διαδικασία αυτοί οι φάκελοι περιήλθαν στα χέρια του πατέρα μου το
1948 από έναν Ρώσο μοναχό στο Παρίσι, που τότε είχε εγκαταλείψει το Άγιον Όρος
και βρισκόταν εκεί.
Όντως ο
ίδιος καλόγερος μετά από χρόνια πήγε στην Αγγλία και ίδρυσε ένα ορθόδοξο
μοναστήρι, στο δε τέλος της ζωής του επέστρεψε στο Άγιον Όρος. Θα σας φανεί
παράξενο, αλλά ο πατέρας μου, που συχνά ήταν ομιλητικός για παρόμοια θέματα,
για τους φακέλους αυτούς του Κλόντιους ήταν πολύ ολιγομίλητος. Κάποτε που
επέμεινα να μάθω περισσότερα, κατάλαβα ότι τον απωθούσε αυτό το θέμα, διότι
γύρω στα 1950 είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, όταν
επεχείρησε να αξιοποιήσει αυτές τις πληροφορίες για το ελληνικό υπέδαφος. Δεν
το γνωρίζω, αλλά είναι πολύ πιθανόν κάποια στιγμή να τις παραχώρησε στο
ελληνικό κράτος για να τις αξιοποιήσει εκείνο. Του προκαλούσε μεγάλη
δυσαρέσκεια να γίνεται συζήτηση για το θέμα αυτό, γι’ αυτό και το απέφευγα, για
να μην τον ενοχλώ. Αν ευσταθεί ότι τα έδωσε στο κράτος, σήμερα είμαι βέβαιη,
χωρίς να έχω ιδιαίτερες γνώσεις, ότι το κράτος θα τις έχει ξεχασμένες σε κάποιο
υγρό υπόγειο αν δεν έχουν καταστραφεί ή δεν πετάχτηκαν στα σκουπίδια κάποιου
αθηναϊκού δρόμου, όπως είχε γίνει μ’ εκείνο το έγγραφο του Γκρέβενιτς που
τυπικότατα επέδωσε την παραμονή της Απελευθέρωσης για το ύψος του γερμανικού
χρέους προς την Ελλάδα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου